- στερεομετρογραφικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στερεομετρογραφία2. φρ. «στερεομετογραφικά όργανα» — τα στερεομετρικά όργανα αποτύπωσης που προκύπτουν από τους εικονομετρογράφους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.